Μία εναλλακτική πρόταση στην
προάσπιση των Δικαιωμάτων του Παιδιού.
Της Σιφνιού Παναγιώτα
Υποψήφια Διδάκτορας στο Τμήμα της Κοινωνιολογίας,
Τομέα Εγκληματολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου.
Στις
3 Δεκεμβρίου 1992 η Ελλάδα επικύρωσε τη Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του
Παιδιού[1],
στα πλαίσια της οποίας αναγνώρισε πως :
Η οικογένεια, ως η θεμελιώδης
μονάδα της κοινωνίας και το φυσικό περιβάλλον για την ανάπτυξη και την ευημερία
όλων των μελών της, και ιδιαίτερα των παιδιών, πρέπει να έχει την προστασία και
την υποστήριξη που χρειάζεται για να μπορέσει να διαδραματίσει πληρέστατα το
ρόλο της στην κοινότητα.
Αλλά
και πως:
Το παιδί, για την αρμονική
ανάπτυξη της προσωπικότητάς του, πρέπει να μεγαλώνει μέσα στο οικογενειακό
περιβάλλον, σ’ ένα κλίμα ευτυχίας, αγάπης και κατανόησης[2].
Παρόλα
αυτά, χιλιάδες παιδιά έχουν στερηθεί το δικαίωμα να ζουν με τη βιολογική τους
οικογένεια και πολλά άλλα βρίσκονται σε κίνδυνο να βρεθούν στην ίδια κατάσταση.
Η κοινωνική πραγματικότητα έχει αποδείξει, πως σε αρκετές περιπτώσεις το
βιολογικό οικογενειακό περιβάλλον δεν αποτελεί το προστατευτικό και φροντιστικό
πλαίσιο, το οποίο θα ωφελούσε ένα παιδί. Πολλά από τα παιδιά αυτά έχουν
απομακρυνθεί από την οικογένεια τους, λόγω παραμέλησης και κακοποιητικής
συμπεριφοράς των γονέων τους. Τα ιδρύματα παιδικής προστασίας κρατικά και μη,
αποτελούν πλέον για αυτά τα παιδιά το νέο τους σπίτι, μέσα από το οποίο
καλούνται να κοινωνικοποιηθούν. Την τελευταία δεκαετία μάλιστα, οι αιτήσεις
προς εισαγωγή παιδιών σε αυτά τα ιδρύματα έχουν πολλαπλασιαστεί, καθώς όσο
δυσχεραίνουν οι κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες διαβίωσης των οικογενειών, τόσο
αυξάνεται η αδυναμία τους να ανταποκριθούν στις ανάγκες φροντίδας των παιδιών
τους. Συχνά η αυξητική αυτή τάση δεν αντικατοπτρίζει πλήρως την πραγματική
διάσταση του προβλήματος. Έχει αποδειχθεί[3] πως ένα
μεγάλος μέρος των παιδιών, που έχουν εισαχθεί σε ιδρύματα παιδικής προστασίας,
θα μπορούσαν να είχαν παραμείνει σπίτι τους αν οι κοινωνικές υπηρεσίες ήταν πιο
αποτελεσματικές.
Τα
νέα αυτά κοινωνικά δεδομένα, σε συνδυασμό με τη σύγχρονη τάση στο χώρο της
παιδικής προστασίας, που προωθεί την εξω-ιδρυματική μεταχείριση, δημιούργησαν
την ανάγκη –έστω και αρκετά αργοπορημένα- κινητοποίησης του Συμβουλίου της
Ευρώπης. Έτσι το 2005 συντάχθηκε η «Σύσταση για τα δικαιώματα των παιδιών που
ζουν σε ιδρύματα παιδικής προστασίας». Στόχος της Σύστασης δεν αποτελεί μόνο η
τήρηση συγκεκριμένων αρχών και προδιαγραφών ποιότητας, από τα ιδρύματα παιδικής
προστασίας, αλλά εξίσου σημαντική αναγνωρίζεται η εξασφάλιση της αποφυγής
εισαγωγής ενός παιδιού σε εξω-οικογενειακό πλαίσιο φροντίδας, αν δεν είναι
απολύτως απαραίτητο. Συγκεκριμένα, η δεύτερη και τρίτη κατά σειρά αρχές
αναφέρουν πως:
Πρέπει να παρέχονται στο
μέγιστο δυνατό βαθμό προληπτικά μέτρα υποστήριξης των παιδιών και της
οικογένειάς τους σύμφωνα με τις ειδικές ανάγκες τους.
Και
πως:
Η τοποθέτηση του παιδιού σε
πλαίσιο προστασίας πρέπει να αποτελεί έσχατο μέτρο[…][4].
Η
πρακτική εφαρμογή των δύο αυτών αρχών της Σύστασης αποτελεί το κεντρικό
ενδιαφέρον του παρόντος άρθρου. Ποιες είναι δηλαδή εκείνες οι πρακτικές, που
μπορούν να βοηθήσουν τις οικογένειες, που βρίσκονται σε κίνδυνο διάλυσης, έτσι
ώστε να αποφευχθεί η απομάκρυνση των παιδιών από αυτή και η ένταξη τους σε
κάποια δομή μακροχρόνιας φροντίδας.
Τι σημαίνει όμως οικογένεια σε
κρίση; Και ποιοι είναι οι παράγοντες,
που μπορούν να οδηγήσουν μία οικογένεια στη διάλυση και στο διαχωρισμό από τα
παιδιά της;
Σε
γενικές γραμμές ένα παιδί αντιμετωπίζει συνθήκες κρίσης στην οικογένεια του,
όταν λόγω αδυναμίας των γονέων, οι βασικές υλικές, συναισθηματικές και
εκπαιδευτικές του ανάγκες παραμελούνται. Δεν είναι επίσης σπάνιο το φαινόμενο
της κακοποίησης των παιδιών αυτών. Αυτονόητο βέβαια είναι, πως οι παράγοντες,
που ενισχύουν μία κατάσταση διάλυσης, ποικίλουν ανάλογα με την εκάστοτε
κοινωνική δομή και κοινωνικούς δεσμούς. Σε μία κοινωνική πραγματικότητα όπως η
Ελληνική, οι συνηθέστερες συνθήκες κινδύνου διάλυσης διακρίνονται σε ψυχοκοινωνικές (ενδο-οικογενειακή
κακοποίηση, εξάρτηση από ουσίες ή αλκοόλ, γονεική εγκληματικότητα, παρελθόν
ιδρυματικής φροντίδας των γονέων), οικονομικές
(φτώχια, ανεργία, αναλφαβητισμός, έλλειψη στέγης), κοινωνικό πολιτισμικές (μονογονεικές οικογένειες, εφηβική
εγκυμοσύνη, εθνοτικές διακρίσεις), και προβλήματα
υγείας (σοβαρή νόσος του γονέα ή του παιδιού, ανάπηρο παιδί ή γονέας). Στην
πλειοψηφία μάλιστα των περιπτώσεων η κάθε οικογένεια έρχεται αντιμέτωπη με συνδυασμό
τέτοιων προβλημάτων.
Οι
δυσκολίες αυτές λοιπόν έχουν αποδειχθεί ικανές να οδηγήσουν μία οικογένεια στη
διάσπαση και την απομάκρυνση των παιδιών της από αυτήν. Μόνο μέσω της
διαχείρισης αυτών των προβλημάτων, από τα ίδια τα μέλη της οικογενείας, και
τελικά της εξάλειψης τους, είναι δυνατών να αποφευχθεί μία τέτοια κατάληξη.
Σε
αυτό ακριβώς στοχεύει ένα νέο πρότυπο πρόγραμμα των Παιδικών Χωριών SOS, με τον τίτλο «Κέντρα Στήριξης Παιδιού και Οικογένειας».
Κεντρική ιδέα αυτού είναι η παροχή υλικό-οικονομικής, αλλά και ψυχοκοινωνικής
βοήθειας προς το παιδί και τους κηδεμόνες του, με σκοπό όχι την προσωρινή
ανακούφιση τους, αλλά την εκπαίδευση τους στην αντιμετώπιση των προβλημάτων
τους, με γνώμονα πάντα την ικανοποίηση των δικαιωμάτων του παιδιού. Η
λειτουργία του πρώτου Κέντρου έγινε το 2000 στην περιοχή της Κυψέλης και είχε
περιορισμένο πεδίο παρέμβασης σε επίπεδο τόσο υπηρεσιών όσο και εξυπηρετούμενων
οικογενειών. Σήμερα το πρόγραμμα έχει τη μορφή δικτύου Κέντρων, καθώς
απαρτίζεται από 6 πλέον Κέντρα[5]
σε Αθήνα και επαρχία. Η ίδρυση των «Κέντρων» επέκτεινε το πεδίο παρέμβασης του
οργανισμού προς την κοινότητα και συγκεκριμένα προς τις βιολογικές οικογένειες,
που αντιμετωπίζουν δυσκολία φροντίδας των παιδιών τους, αναλαμβάνοντας έτσι ένα
νέο προληπτικό - προνοιακό ρόλο. Ο απώτερος σκοπός δεν είναι άλλος από τη
μείωση των περιπτώσεων των παιδιών, που απομακρύνονται από το οικογενειακό τους
περιβάλλον και καταλήγουν σε ιδρυματική φροντίδα.
Αρχές λειτουργίας
Ο
οργανισμός, συνεπής στη βασική αρχή και φιλοσοφία του, που λέει πως «κάθε παιδί ανήκει σε μια οικογένεια και πως
πρέπει να μεγαλώνει με αγάπη σεβασμό και ασφάλεια», προσεγγίζει τη δυσλειτουργική
οικογένεια με στόχο την ενδυνάμωσή της και την -κατά το δυνατόν- αποκατάσταση
της ικανότητάς της να ανταποκριθεί θετικά στις ανάγκες της καθημερινότητας,
έτσι ώστε να αποτελέσει ένα ασφαλές περιβάλλον φροντίδας για τα παιδιά. Οι
επαγγελματίες του Κέντρου εργάζονται απευθείας με την οικογένεια αλλά και την κοινότητα.
Συνεργάζονται με τις τοπικές αρχές και άλλους φορείς παροχής κοινωνικών
υπηρεσιών, προσπαθώντας να πλαισιωθεί προνοιακά η οικογένεια, αποφεύγοντας την
απομάκρυνση του παιδιού από αυτήν. Δίνει στην οικογένεια τα εργαλεία, που
απαιτούνται για τη φροντίδα και προστασία των παιδιών τους, τη βελτίωση της
λειτουργίας της οικογένειας και τη συνδέει με άλλα κοινωνικά υποστηρικτικά
δίκτυα.
Οι
αρχές λειτουργίας του προγράμματος είναι ο εξής[6]:
1.
Το καταλληλότερο περιβάλλον για να μεγαλώσει ένα παιδί είναι εκείνο της
βιολογικής του οικογένειας.
2. Οι κηδεμόνες- φροντιστές είναι
υπεύθυνοι για την ανάπτυξη των παιδιών τους.
3. Οι κοινότητες πρέπει να είναι η άμεση
πηγή υποστήριξης των παιδιών και των οικογενειών τους.
4. Οι κηδεμόνες-φροντιστές των παιδιών και
οι φορείς είναι υποχρεωμένοι να αναγνωρίζουν, να σέβονται, να προστατεύουν και
να προωθούν την τήρηση των δικαιωμάτων του παιδιού.
Παραπομπές
Όσον
αφορά τις πηγές των παραπομπών ποικίλουν. Το μεγαλύτερο ποσοστό κατέχουν αυτές,
που προέρχονται από τους ίδιους τους γονείς ή από συγγενείς. Συχνά ένα παιδί
παραπέμπεται από υπηρεσίες και οργανώσεις παιδικής προστασίας, ή φορείς
πρόνοιας, με συνηθέστερες εκείνες, που προέρχονται από κάποια δομή του
εκπαιδευτικού συστήματος. Λίγες είναι οι περιπτώσεις που στο Κέντρο
απευθύνονται έφηβοι με δική τους πρωτοβουλία. Σε αυτή την περίπτωση ακούγεται
καταρχήν το αίτημα τους και στη συνέχεια γίνεται προσπάθεια για συγκατάθεση των
γονιών, καθώς ο νόμος προϋποθέτει τη σύμφωνη γνώμη των κηδεμόνων.
Ενδεικτικά,
παρουσιάζονται τα ποσοτικά στοιχεία αναφορικά με τους λόγους των παραπομπών στο
Κέντρο για το έτος 2009-2010[7].
Αιτιολογία παραπομπών
|
Ποσοστό
|
Σοβαρά
οικονομικά προβλήματα
|
48%
|
Παραμέληση
|
37%
|
Παραβατικότητα
γονέων
|
29%
|
Ψυχιατρικά
προβλήματα γονέων
|
22%
|
Συμπεριφορές
εξάρτησης γονέων
|
19%
|
Κακοποίηση
|
17%
|
Σοβαρά
διαταραγμένες σχέσεις
|
11%
|
Παιδί
σε ηθικό κίνδυνο γονέων
|
9%
|
Παιδί
σε ηθικό κίνδυνο
|
6%
|
Νοητικά
προβλήματα γονέων
|
3%
|
Σεξουαλική
κακοποίηση
|
1%
|
Σε
αυτό το σημείο είναι σημαντικό να προστεθεί, πως την περίοδο 2010 – 2013, όπου
η οικονομική κρίση στην Ελλάδα βρίσκεται στο αποκορύφωμα της, οι αιτήσεις για
οικονομικούς λόγους φτάνουν και μέχρι το 90%[8].
Ενδιαφέρον, βέβαια είναι το ότι ενώ η αρχική αιτία συνεργασίας με κάποιο Κέντρο
είναι η έλλειψη πόρων, στην πορεία βγαίνουν στην επιφάνεια (σε ποσοστό 95%)
επιπλέον ψυχοκοινωνικά και μαθησιακά προβλήματα των μελών της οικογένειας, όπως
για παράδειγμα παραμέληση ή μαθησιακές δυσκολίες. Γιαυτόν το λόγο οι υπηρεσίες
που προσφέρονται δεν περιορίζονται σε υλική- οικονομική βοήθεια, αλλά
επεκτείνεται και στο ψυχοκοινωνικό επίπεδο.
Υπηρεσίες
Κάθε
Κέντρο έχει πλαισιώσει τη λειτουργία του γύρω από ένα πακέτο υπηρεσιών
υποστηρικτικών στις οικογένειες και στην κοινότητα, στην οποία ανήκουν. Στόχος
είναι μία ολιστικού τύπου παρέμβασης που θα περιλαμβάνει όλα τα πεδία των
αναγκών (οικονομικές-ψυχικές-κοινωνικές ανάγκες) μία ελληνικής οικογένειας. Οι
υπηρεσίες αυτές είναι σχεδιασμένες έτσι ώστε να ικανοποιούν τρεις βασικούς
τομείς:
1.
Εξασφάλιση της πρόσβασης των παιδιών σε
βασικές υπηρεσίες, που απαιτούνται για την επιβίωση, ανάπτυξη και ασφάλεια
τους.
Εδώ
περιλαμβάνονται υπηρεσίες εκπαιδευτικού, διατροφικού και ψυχοκοινωνικού
χαρακτήρα. Καλύπτει δηλαδή, τις βασικές και πρωτεύοντες ανάγκες μία
οικογένειας. Πέρα από την παροχή υλικό-οικονομικής βοήθειας, δίνεται ιδιαίτερη
προσοχή στην ψυχική και κοινωνική πλαισίωση όλων των μελών. Συγκεκριμένα,
γίνεται αξιολόγηση της κάθε περίπτωσης και στη συνέχεια
σχεδιάζεται εξατομικευμένη παρέμβαση. Στη διαδικασία αυτή συμμετέχουν όλα τα
μέλη της διεπιστημονικής ομάδας και όπου απαιτείται, καλούνται εκτάκτως και
εξωτερικοί συνεργάτες. Η διερεύνηση και η κατανόηση των δυσκολιών κάθε
οικογένειας και παιδιού στηρίζεται στη συλλογή πληροφοριών από διαφορετικές
πηγές, σε διαφορετικά πλαίσια, όπως
στο σχολείο ή στο σπίτι ή και από την επικοινωνία μεταξύ των
επαγγελματιών των διαφόρων υπηρεσιών. Η βοήθεια που παρέχεται στο παιδί είναι
εξατομικευμένη και περιλαμβάνει ψυχολογική υποστήριξη, λογοθεραπεία, μαθησιακή
υποστήριξη, αλλά και διάφορά εργαστήρια θεραπευτικού χαρακτήρα
(Δραματοθεραπεία, μουσικο-θεραπεία, θεραπεία μέσω εικαστικών).
2.
Υποστήριξη των οικογενειών στην
ενδυνάμωση της ικανότητας τους να προστατεύουν και να φροντίζουν τα παιδιά
τους.
Όπως
ήδη ειπώθηκε, η παροχή οποιασδήποτε φροντίδας στο παιδί είναι ελλιπής και χωρίς
ουσιαστικό αποτέλεσμα, αν αυτή δεν συνοδεύεται, από παρέμβαση στη ρίζα του
προβλήματος, που οδήγησε την οικογένεια στο Κέντρο. Επιμέρους προβλήματα και
δυσκολίες αντιμετωπίζει η συντριπτική πλειοψηφία των οικογενειών, το στοιχείο
εκείνο όμως που διαφοροποιεί μία οικογένεια με προβλήματα από μία οικογένεια
που βρίσκεται σε κίνδυνο διάλυσης, είναι η σοβαρή αδυναμία των γονέων να
διαχειριστούν αυτά τα ζητήματα και να ανταποκριθούν επαρκώς στην ικανοποίηση
των ψυχοκοινωνικών αναγκών των παιδιών. Έτσι, σημαντικό πεδίο παρέμβασης των
υπηρεσιών είναι η στήριξη του ρόλου του γονέα.
Συγκεκριμένα,
βοηθιούνται οι γονείς στην εξασφάλιση μίας σταθερής πηγής εισοδήματος, αλλά και
εκπαιδεύονται προς έναν ορθολογικό διαχειρισμό αυτού. Επιπλέον, τους παρέχεται
Συμβουλευτική γονέων από εξειδικευμένους επαγγελματίες του Κέντρου, έτσι ώστε
να ανταποκριθούν στις ενδεχομένως ιδιαίτερες ανάγκες των παιδιών τους, αλλά και
για να αντιμετωπιστούν ενδο-οικογενειακές κακοποιητικές συμπεριφορές.
3.
Ενίσχυση των τοπικών κοινωνικών φορέων
που αφορούν το παιδί και την οικογένεια.
Η
βοήθεια αυτή, που παρέχεται σε παιδιά και οικογένεια και έχει περιγραφεί μέχρι
τώρα, θα έχει ουσιαστικό και μακροχρόνια αποτέλεσμα μόνο εφ’όσον εντάσσεται
μέσα στην κοινότητα, που ζει η εκάστοτε οικογένεια. Με βάση αυτήν ακριβώς την
αντίληψη αναπτύσσει ο οργανισμός και το τρίτο πεδίο δράσης. Επεκτείνει δηλαδή
τη παρέμβαση του μέσα στην κοινωνία και ειδικότερα στην πρόνοια. Σκοπός είναι
να ενισχυθούν οι φορείς αυτοί, έτσι ώστε να είναι πιο αποτελεσματικοί στην
αυτό-οργάνωση και λειτουργία τους, και επομένως να γίνουν περισσότερο
αποδοτικοί στην ικανοποίηση των αναγκών των παιδιών και των οικογενειών τους.
Αυτό πράττεται κυρίως μέσω προγραμμάτων εκπαίδευσης των επαγγελματιών, που
εργάζονται σε αυτούς τους φορείς, όπως είναι καθηγητές και κοινωνικοί
λειτουργοί, σε ατομικό ή ομαδικό επίπεδο μέσω σεμιναρίων και ομάδων εργασιών. Η
θεματολογία ποικίλει, ανάλογα με τα ιδιαίτερα ζητήματα του κάθε φορέα. Όπως για
παράδειγμα στα σχολεία, όπου το συνηθέστερο πρόβλημα είναι η αντιμετώπιση του bullying και η παραμέληση
παιδιών. Σημαντική βοήθεια σε αυτή τη δράση προσφέρει η συμμετοχή του
οργανισμού σε δίκτυα φορέων όπως το «Δίκτυο ΜΚΟ για την Παρακολούθηση της Εφαρμογής
της Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού» και το «Δίκτυο ΔΙΣΥΝ»,
όπου ενισχύεται η μεταξύ τους συνεργασία.
Καταλήγοντας
Συμπερασματικά,
το πρόγραμμα αυτό αποτελεί ένα αισιόδοξο μήνυμα στο χώρο της παιδικής
προστασίας, αλλά και της πρόνοιας γενικότερα. Και αυτό όχι γιατί πρόκειται για
ένα διαφορετικό τρόπο προσέγγισης της προβληματικής οικογένειας, αλλά κυρίως
γιατί επικεντρώνει τη λειτουργία του στην προληπτική δράση απέναντι στο
συγκεκριμένο ζήτημα. Έχει απομακρυνθεί από την κατασταλτική λογική της
απομάκρυνσης του παιδιού από την οικογένεια του και εργάζεται προς τη βελτίωση
των συνθηκών διαβίωσης του στα πλαίσια της οικογένειας, έχοντας πάντα βάση την
εφαρμογή των Δικαιωμάτων του Παιδιού. Ο προνοιακός αυτός ρόλος, που έχει
αναλάβει ο συγκεκριμένος οργανισμός δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί,
πως μπορεί να αντικαταστήσει τους δημόσιους φορείς πρόνοιας. Αντίθετα, τα
Κέντρα αυτά λειτουργούν υποστηρικτικά με αυτούς και συμβουλευτικά. Η γενική
πρόνοια αποτελεί αποκλειστικά ρόλο του κράτους. Όταν όμως η λογική λειτουργίας
της είναι απαρχαιωμένη και μη αποτελεσματική, καλό θα είναι να είναι δεκτική σε
νέες εναλλακτικές προτάσεις, όπως η συγκεκριμένη.
Σιφνιού
Παναγιώτα
Υποψήφια
Διδάκτορας στο Τμήμα της Κοινωνιολογίας,
Τομέα
Εγκληματολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου.
|
H παρούσα
έρευνα έχει συγχρηματοδοτηθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση (Ευρωπαϊκό Κοινωνικό
Ταμείο - ΕΚΤ) και από εθνικούς πόρους μέσω του Επιχειρησιακού Προγράμματος
«Εκπαίδευση και Δια Βίου Μάθηση» του Εθνικού Στρατηγικού Πλαισίου Αναφοράς
(ΕΣΠΑ) – Ερευνητικό Χρηματοδοτούμενο Έργο: Ηράκλειτος ΙΙ . Επένδυση στην
κοινωνία της γνώσης μέσω του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου.
|
[1] Ν.2101/92.Ν. 2101/92 (ΦΕΚ Α' 192) : Κύρωση της Διεθνούς Σύμβασης για
τα δικαιώματα του παιδιού.
[2] Σχετικά βλέπε: Νάσκου-Περράκη , Παρούλα, (2002) Η διεθνής σύμβαση για τα δικαιώματα του
παιδιού και η εσωτερική έννομη τάξη : ερμηνεία κατ'άρθρο, Αντ. Ν. Σάκκουλας,
Αθήνα
[3] Σύμφωνα με έρευνα της Βορριά Γ., Σαραφίδου Ε., (1991)
[4] Σύσταση (2005)5 της Επιτροπής Υπουργών στα κράτη μέλη. Τα δικαιώματα
των παιδιών που ζουν σε ιδρύματα
παιδικής προστασίας:
http://www.coe.int/t/dg3/familypolicy/Source/Rec%282005%295_Greek.pdf
[5] Προς το παρόν λειτουργούν 6 Κέντρα Στήριξης Παιδιού και Οικογένειας:
Αθήνα, Καλαμάτα, Ηράκλειο Κρήτης, Κομοτηνή, Αλεξανδρούπολη και Θεσσαλονίκη.
[6] Σύμφωνα με τις αρχές, που έχουν καθοριστεί από τον διεθνή οργανισμό SOS Children’s Villages. Στο Family Strengthening Programmes. Manual for the SOS Children’s Village
Organisation. January 2007. Σελ 2
[8] Σύμφωνα με στοιχεία, που παρουσιάστηκαν σε Συνέντευξη Τύπου στις 5
Ιουνίου 2013