Τρίτη 2 Δεκεμβρίου 2014

ΑΝΟΙΚΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗΣ ΔΟΜΗΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΚΩΝ ΧΩΡΙΩΝ

Αξιότιμε κύριε Υφυπουργέ,

Στον πρόσφατο παρελθόν, ως βουλευτής Ηρακλείου, είχατε παραβρεθεί σε εκδηλώσεις πού διοργανώναμε, με την ευκαιρία της δημιουργίας του Παιδικού Χωριού SOS Κρήτης, στην πόλη όπου εκλέγεσθε και μάλιστα, εκφράζατε τη χαρά σας για το γεγονός αυτό.

Επιπρόσθετα, όταν πριν ένα χρόνο μας είχε επισκεφθεί, η Προϊσταμένη της Δ/νσης Προστασίας Οικογένειας του Υπουργείου σας,  μαζί με μηχανικό των Τεχνικών Υπηρεσιών και ζήτησαν και έλαβαν όλα τα αρχιτεκτονικά σχέδια και το Παιδαγωγικό Πλαίσιο λειτουργίας των Παιδικών Χωριών SOS, πιστέψαμε ότι επιτέλους, θα νομοθετηθεί και στη χώρα μας, η προστασία παιδιών σε ένα "οικογενειακό πλαίσιο" και όχι πια σε ιδρυματικό.

Όταν πριν από ένα μήνα μας εστάλη με email, το ΦΕΚ με τη σχετική υπουργική απόφαση για την ίδρυση, λειτουργία και κτηριακή υποδομή των Μονάδων Παιδικής προστασίας, διαπιστώσαμε ότι, ό,τι αναφερόταν στο σχετικό κείμενο και αφορούσε  το «αύριο» των μη προνομιούχων παιδιών στη χώρα μας, ήταν αναχρονιστικό, βασισμένο σε μία ξεπερασμένη ιδρυματική λογική και σε ευθεία αντίθεση με τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την απο-ιδρυματοποίηση.

Η Ελλάδα, το 1982, υποδέχθηκε τη λειτουργία των Παιδικών Χωριών SOS σαν το «μέλλον» στην παιδική προστασία καθώς η φιλοσοφία και η πρακτική της λειτουργίας τους ήταν - και παραμένει να είναι - το διαφορετικό και το ανθρώπινο πρότυπο για τα παιδιά που βρίσκονται σε ανάγκη, με την έννοια της οικογενειακής φροντίδας, της παρουσίας Μητέρας SOS, της παραμονής των φυσικών αδελφών ενωμένων, σε ένα Σπίτι SOS. Μάλιστα, αυτή η φιλοσοφία αναφέρεται στη σχολική ύλη και τα βιβλία της Ε’ Δημοτικού και Β’ Γυμνασίου.

-       
Στην Ελλάδα του 2014, ο εξανθρωπισμός της ζωής των παιδιών που στερήθηκαν τη φυσική τους οικογένεια και τα δικαιώματά τους, φαίνεται να μην χωρούν σε αυτό το ΦΕΚ.

Θεσπίστηκαν και εγκρίθηκαν γραπτοί κανόνες και προδιαγραφές και ουσιαστικά με αυτούς θεσμοθετείται το παρελθόν, ο αναχρονισμός, η επιστροφή στις Παιδοπόλεις, ο διαχωρισμός των φυσικών αδελφιών και βέβαια ακυρώνεται στην πράξη η δυνατότητα συνέχισης της λειτουργίας των Παιδικών Χωριών SOS.

Κύριε Υφυπουργέ, αν θέλετε ένα Παιδικό Χωριό SOS:
·       να ονομάζεται «Μονάδα Προστασίας παιδιού»
·       να διαχωρίζει τα φυσικά αδέλφια ηλικιακά σε ξεχωριστά κτίρια
·       να εξαρτάται η δημιουργία του από τρείς (3) επιτροπές, αν αυτό δεν είναι ένα ενιαίο μεγάλο κτίριο
·       να φιλοξενεί ανά κτίριο 18 έως και 22 παιδιά με ένα «επόπτη»
·       να έχει  περιφραγμένο οικόπεδο και φύλακες
·       να έχει στα δωμάτια νιπτήρες, πόρτες στα μπάνια που να ανοίγουν ανάποδα, και τα παράθυρα να μην ανοίγουν κανονικά
·       να έχει κοινό μαγειρείο, τραπεζαρία, πλυντήρια, ενιαίους χώρους μελέτης, κουπαστές στους διαδρόμους και οι χώροι διαμονής να καλούνται "θάλαμοι"
·       να επανεγκρίνεται η άδεια λειτουργίας του με κάθε αλλαγή νομίμου εκπροσώπου
·       να υποχρεούται εντός 3ετίας να προσαρμόσει τη φιλοσοφία και τη λειτουργία του στα αναχρονιστικά και δυσλειτουργικά δεδομένα, που ορίζει το ΦΕΚ

Και εάν βέβαια, κύριε Υφυπουργέ, στο ΦΕΚ που, όπως δηλώσατε, δημιουργήθηκε με καθυστέρηση είκοσι ετών, συνεχίζει:

·       να μην προβλέπονται ποιοτικές προδιαγραφές πιστοποίησης και λειτουργίας, καταλληλότητας και επάρκειας προσωπικού και κτηριακών υποδομών, τις οποίες είχαμε καταθέσει στις αρχές του έτους στη Γενική Γραμματέα Πρόνοιας
·       να μην προβλέπεται η πραγματική οικογενειακού τύπου φροντίδα τόσο ως έννοια που αφορά σε σχέσεις ανθρώπων και δη παιδιών, όσο και ως χώρο που δεν μπορεί να είναι άλλος παρά ένα ζεστό σπίτι και όχι ένα κτήριο

 τότε εμείς όχι μόνο δεν μπορούμε να προχωρήσουμε στην ανέγερση του Παιδικού Χωριού SOS στο Ηράκλειο της Κρήτης, αλλά δεν προτιθέμεθα να καταστρατηγήσουμε τη λειτουργία μας που στηρίζεται στο σεβασμό των Δικαιωμάτων των παιδιών και στις αρχές μας- Μητέρα SOS, αδέλφια, ένα σπίτι, ένα χωριό- προκειμένου να την προσαρμόσουμε στα αναχρονιστικά πλαίσια μίας λειτουργίας απρόσωπων δομών, με επόπτες, φύλακες, τεράστιους χώρους, θαλάμους κλπ .

Ειλικρινά, λυπούμαστε που, μετά από 35 χρόνια λειτουργίας των Παιδικών Χωριών SOS στη Βάρη, στο Πλαγιάρι και στην Αλεξανδρούπολη με αδειοδότηση από τις Υπηρεσίες σας, δεν υπάρχει καμία αναφορά και καμία πρόβλεψη στο εν λόγω ΦΕΚ για τα Σωματεία και τους φορείς που λειτουργούν σύμφωνα με το ευρωπαϊκό και παγκόσμιο πνεύμα σύγχρονης αντίληψης προστασίας παιδιών που ζουν εκτός της φυσικής τους οικογένειας.
Τα Παιδικά Χωριά SOS Ελλάδος ζητάμε διάλογο και συνεργασία με τους αρμόδιους υπηρεσιακούς παράγοντες, όχι μόνο για να αλλάξει και να συμπληρωθεί η σχετική υπουργική απόφαση λαμβάνοντας υπόψη  το σεβασμό του δικαιώματος των παιδιών να μεγαλώσουν σε ένα οικογενειακό (σπίτια SOS) και όχι ιδρυματικό περιβάλλον, αλλά και να συμπεριληφθούν ποιοτικές προδιαγραφές για την πιστοποίηση και την εν γένει λειτουργία όλων των φορέων παιδικής προστασίας.


Με εκτίμηση
Για το Διοικητικό Συμβούλιο



Α. Βρεττός
Πρόεδρος
Γ. Πρωτόπαπας
Γεν. Διευθυντής







Παρασκευή 23 Μαΐου 2014

Αναθεώρηση του Παγκόσμιου Ορισμού της Κοινωνικής Εργασίας

Η Εκτελεστική Επιτροπή της Διεθνούς Ομοσπονδίας Κοινωνικής Εργασίας (IFSW) και του Συμβουλίου της Διεθνούς Ένωσης Σχολών Κοινωνικής Εργασίας (IASSW) έχουν συμφωνήσει ως προς την ολοκλήρωση της αναθεώρησης του Διεθνούς Ορισμού της Κοινωνικής Εργασίας και ο νέος προτεινόμενος ορισμός θα παρουσιαστεί στα μέλη και των δύο οργανώσεων στην Γενική Συνάντηση/Συνέλευση στην Μελβούρνη τον Ιούλιο του 2014.
Προτεινόμενος Παγκόσμιος Ορισμός του Επαγγέλματος της Κοινωνικής Εργασίας
«Η Κοινωνική Εργασία είναι εφαρμοσμένο επάγγελμα αλλά και ακαδημαϊκό πεδίο που προωθεί την κοινωνική αλλαγή και ανάπτυξη, την κοινωνική συνοχή και την ενδυνάμωση και απελευθέρωση των ανθρώπων. Οι αρχές της κοινωνικής δικαιοσύνης, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της συλλογικής ευθύνης και του σεβασμού της διαφορετικότητας είναι κεντρικές στην κοινωνική εργασία, η οποία θεμελιώνεται από τις θεωρίες της κοινωνικής εργασίας, των κοινωνικών επιστημών, των ανθρωπιστικών επιστημών και τη γηγενή γνώση και συνδέει ανθρώπους και δομές για να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις της ζωής αλλά και να ενισχύσει την ευημερία τους. Ο παραπάνω ορισμός μπορεί να διευρυνθεί σε εθνικό ή/και σε περιφερειακό επίπεδο».


Σχολιασμός
Τα παρακάτω ερμηνευτικά σχόλια εξυπηρετούν την αποσαφήνιση των βασικών εννοιών που έχουν χρησιμοποιηθεί στον ορισμό και είναι λεπτομερή ως προς τους κύριους άξονες δράσης και παρέμβασης (core mandates), τις αρχές, τη γνώση και την πρακτική της κοινωνικής εργασίας.
ΚΥΡΙΟΙ ΑΞΟΝΕΣ ΔΡΑΣΗΣ ΚΑΙ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ
Ως κύριοι άξονες δράσης και παρέμβασης της κοινωνικής εργασίας καθορίζονται η προαγωγή της κοινωνικής αλλαγής, η κοινωνική εξέλιξη, η κοινωνική συνοχή και τέλος η ενδυνάμωση και απελευθέρωση ατόμων και ομάδων.
Η κοινωνική εργασία είναι αφενός εφαρμοσμένο επάγγελμα και αφετέρου ακαδημαϊκό πεδίο εκπαίδευσης, το οποίο αναγνωρίζει ότι η αλληλοσυσχέτιση ιστορικών, κοινωνικο‐οικονομικών, πολιτισμικών, τοπικών και ατομικών παραγόντων λειτουργούν προασπιστικά ή/και παρεμποδιστικά για την ανθρώπινη ευημερία και εξέλιξη. Δομικά εμπόδια λειτουργούν επιπρόσθετα ως προς την διαιώνιση ανισοτήτων, διακρίσεων, εκμετάλλευσης και καταπίεσης.
Η ανάπτυξη κριτικής σκέψης αφενός μέσα από αναστοχασμό των δομικών πηγών καταπίεσης ή/και προνομίων, βάσει κριτηρίων ή χαρακτηριστικών όπως η φυλή, η κοινωνική τάξη, η γλώσσα, η θρησκεία, το φύλο, οι ειδικές ανάγκες, ο πολιτισμικός και σεξουαλικός προσανατολισμός και αφετέρου μέσα από την ανάπτυξη στρατηγικών δράσης απευθυνόμενων στα δομικά και προσωπικά εμπόδια είναι ο πρώτος κεντρικός άξονας, ο οποίος αφορά σε πρακτικές χειραφέτησης με στόχο την ενδυνάμωση και απελευθέρωση του ανθρώπου.
Σε αλληλεγγύη με εκείνους οι οποίοι βρίσκονται σε μειονεκτική θέση, το επάγγελμα του Κοινωνικού Λειτουργού αγωνίζεται ώστε να ανακουφίσει από την φτώχεια, να ενδυναμώσει ευάλωτες και καταπιεζόμενες ομάδες και να προάγει την κοινωνική ένταξη και συνοχή, με την τελευταία να αποτελεί το δεύτερο βασικό άξονα δράσης και παρέμβασης.
Ο τρίτος βασικός άξονας παρέμβασης αφορά στην κοινωνική αλλαγή και βασίζεται στην προϋπόθεση ότι η παρέμβαση της κοινωνικής εργασίας λαμβάνει χώρα όταν η τρέχουσα κατάσταση, είτε αυτή είναι σε επίπεδο ατομικό, οικογένειας ή μικρής ομάδας, είτε κοινότητας ή της ευρύτερης κοινωνίας, κρίνεται ότι χρήζει αλλαγής και εξέλιξης. Καθοδηγείται από την ανάγκη για πρόκληση και αλλαγή εκείνων των δομικών συνθηκών που λειτουργούν συσσωρευτικά στην περιθωριοποίηση, τον κοινωνικό αποκλεισμό και την καταπίεση.
Οι πρωτοβουλίες κοινωνικής αλλαγής αναγνωρίζουν το χώρο για ατομικό αυτοπροσδιορισμό (human agency) για την προαγωγή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της οικονομικής, περιβαλλοντικής και κοινωνικής δικαιοσύνης.
Το επάγγελμα δεσμεύεται εξίσου και στη διατήρηση της κοινωνικής σταθερότητας-­στο βαθμό που η έννοια της κοινωνικής σταθερότητας δε χρησιμοποιείται προκειμένου να περιθωριοποιήσει, αποκλείσει ή καταπιέσει κάποια κοινωνική ομάδα ατόμων.
Η κοινωνική ανάπτυξη, ο τέταρτος βασικός άξονας δράσης και παρέμβασης, γίνεται εννοιολογικά αντιληπτή ως στρατηγικές παρέμβασης, απώτεροι επιθυμητοί στόχοι και πλαίσιο πολιτικών μέτρων-­τα τελευταία ως προσθήκη στα πιο δημοφιλή υπολλειματικά και θεσμικά πλαίσια. Βασίζεται σε ολιστικές, βιο-­ψυχο-­κοινωνικές και πνευματικές εκτιμήσεις και παρεμβάσεις που ξεπερνούν τον παραδοσιακό διαχωρισμό σε μικρο-­ μακρο-­ επίπεδο, ενσωματώνοντας πολλαπλά συστημικά επίπεδα, καθώς και διακλαδική και διεπιστημονική συνεργασία, η οποία στοχεύει σε βιώσιμη εξέλιξη. Θέτει σε προτεραιότητα την κοινωνική, δομική και οικονομική ανάπτυξη, ενώ δε συμμερίζεται τη συμβατική άποψη ότι η οικονομική ανάπτυξη είναι προαπαιτούμενος παράγοντας για την κοινωνική ανάπτυξη.
ΑΡΧΕΣ
Οι βασικές αρχές της κοινωνικής εργασίας είναι ο σεβασμός για την εγγενή αξία και την αξιοπρέπεια των ανθρώπων, η αποφυγή πρόκλησης βλάβης, ο σεβασμός της διαφορετικότητας και η προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της κοινωνικής δικαιοσύνης.
Η υποστήριξη και προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της κοινωνικής δικαιοσύνης είναι το κίνητρο και η δικαίωση ύπαρξης της κοινωνικής εργασίας. Η κοινωνική εργασία αναγνωρίζει ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα πρέπει να συνοδοιπορούν με τη συλλογική ευθύνη. Η ιδέα της συλλογικής ευθύνης υπογραμμίζει αφενός το γεγονός ότι τα ατομικά δικαιώματα του ανθρώπου μπορούν να εδραιώνονται μέρα με τη μέρα μόνο, αν οι άνθρωποι αναλάβουν την ευθύνη για τον άλλον και για το περιβάλλον και αφετέρου τη σπουδαιότητα δημιουργίας αμοιβαίων σχέσεων μέσα στις κοινότητες.
Ως εκ τούτου, μια σημαντική εστίαση της κοινωνικής εργασίας είναι να υπερασπίζεται τα ανθρώπινα δικαιώματα σε όλα τα επίπεδα και να διευκολύνει την επίτευξη του τελικού σκοπού όπου οι άνθρωποι αναλαμβάνουν την ευθύνη της συλλογικής ευημερίας, συνειδητοποιούν και σέβονται την αλληλεξάρτηση μεταξύ ατόμων και των ατόμων με το περιβάλλον. Η κοινωνική εργασία περιλαμβάνει τα δικαιώματα πρώτης, δεύτερης και τρίτης γενιάς.
Τα δικαιώματα πρώτης γενιάς αφορούν τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, όπως η ελευθερία του λόγου και της συνείδησης και η ελευθερία από βασανιστήρια και αυθαίρετη κράτηση.
Τα δεύτερης γενιάς αφορούν τα κοινωνικο-­οικονομικά και πολιτιστικά δικαιώματα που περιλαμβάνουν τα δικαιώματα στην εκπαίδευση, την υγειονομική περίθαλψη, τη στέγαση και τα δικαιώματα των μειονοτικών γλωσσών.
Τα δικαιώματα τρίτης γενιάς επικεντρώνονται στο φυσικό κόσμο και το δικαίωμα της βιοποικιλότητας των ειδών και μεταξύ των γενεών. Τα δικαιώματα αυτά αλληλοενισχύονται και αλληλοεξαρτώνται και μπορούν να συνενώσουν τα ατομικά και τα συλλογικά δικαιώματα. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η μη πρόκληση βλάβης και ο σεβασμός της διαφορετικότητας μπορεί να  εκπροσωπούν αξίες αλληλοσυγκρουόμενες ή ανταγωνιστικές, για παράδειγμα, στο όνομα του πολιτισμικού υπόβαθρου, καταπατώνται δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος στη ζωή μειονοτήτων όπως γυναίκες και ομοφυλόφυλοι.
Τα Διεθνή Κριτήρια για την Εκπαίδευση στην Κοινωνική Εργασία [Global Standards for Social Work Education and Training] αντιμετωπίζουν αυτό το περίπλοκο ζήτημα υποστηρίζοντας ότι οι κοινωνικοί λειτουργοί εκπαιδεύονται στη βασική προσέγγιση των ανθρωπίνων δικαιώματων, με την επεξηγηματική επισήμανση ότι:
Μια τέτοια προσέγγιση ενδέχεται να διευκολύνει την εποικοδομητική αντιπαράθεση και αλλαγή όπου συγκεκριμένες πολιτισμικές πεποιθήσεις, αξίες και παραδόσεις καταπατούν βασικά ανθρώπινα δικαιώματα των προσώπων που θίγονται στη συγκεκριμένη κατάσταση. Καθώς η κουλτούρα είναι κοινωνικά κατασκευασμένη, υπόκειται σε αποδόμηση καιαλλαγή. Τέτοια εποικοδομητική αντιπαράθεση, αποδόμηση και αλλαγή μπορεί να διευκολυνθεί διαμέσου συντονισμού και κατανόησης των συγκεκριμένων πολιτιστικών αξιών, πεποιθήσεων και παραδόσεων και μέσω κριτικού και αναστοχαστικού διαλόγου με μέλη της πολιτιστικής αυτής ομάδας αναφορικά με πιο ευρέα θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
ΓΝΩΣΗ
Η κοινωνική εργασία είναι διεπιστημονική και «πανεπιστημονική», και αντλεί από ένα ευρύ φάσμα επιστημονικών θεωριών και  ερευνών.
Σε αυτό το πλαίσιο η «επιστήμη» γίνεται κατανοητή μέσα από την βασική έννοια του όρου ως «γνώση». Η κοινωνική εργασία αντλεί συστηματικά από την ίδια την επιστήμη της αναπτύσσοντας το θεωρητικό και ερευνητικό της υπόβαθρο, καθώς επίσης και από άλλες ανθρωπιστικές επιστήμες και συμπεριλαμβάνει χωρίς όμως να περιορίζεται μόνο σε αυτές, την ανάπτυξη κοινοτήτων, την κοινωνική παιδαγωγική, τη διοίκηση, την ανθρωπολογία, την οικολογία, τα οικονομικά, την εκπαίδευση, τη διαχείριση, την νοσηλευτική, την ψυχιατρική, την ψυχολογία, την δημόσια υγεία και την κοινωνιολογία.
Αυτό που κάνει τις θεωρίες και την έρευνα για την κοινωνική εργασία να ξεχωρίζουν είναι ότι είναι εφαρμοσμένες και χειραφετούν. Ένα μεγάλο μέρος της έρευνας και της θεωρίας στην κοινωνική εργασία είναι κατασκευασμένο σε συνεργασία με τους εξυπηρετούμενους μέσα από μια διαδικασία αλληλεπίδρασης και διαλόγου και ως εκ τούτου είναι επηρεασμένο από συγκεκριμένα εργασιακά περιβάλλοντα.
Αυτός ο νέος προτεινόμενος όρος αναγνωρίζει ότι η κοινωνική εργασία είναι επηρεασμένη όχι μόνο από συγκεκριμένα εργασιακά περιβάλλοντα και θεωρίες των Δυτικών πολιτισμών, αλλά και από τις γνώσεις που απορρέουν από τον γηγενή πληθυσμό. Άλλωστε, ένα μέρος της κληρονομιάς που άφησε η αποικιοκρατία είναι ότι οι Δυτικές θεωρίες και γνώσεις έχουν αποκλειστικά αξιοποιηθεί ενώ οι γνώσεις του γηγενή πληθυσμού έχουν υποτιμηθεί και χάσει την αξία τους, με αποτέλεσμα να έχουν επικρατήσει οι Δυτικές θεωρίες και γνώσεις.
Ο προτεινόμενος ορισμός αποπειράται να σταματήσει και να αναστρέψει αυτή τη διαδικασία με το να αναγνωρίσει ότι ο γηγενής πληθυσμός σε κάθε περιοχή, χώρα ή τοποθεσία κουβαλά τις δικές του αξίες, τρόπους μάθησης, τρόπους μετάδοσης των γνώσεων του και έτσι έχει συνεισφέρει ανεκτίμητα στην επιστήμη.
Η κοινωνική εργασία επιζητά να επανορθώσει σε ιστορικό επίπεδο την Δυτική επιστημονική αποικιοκρατία και ηγεμονία με το να ακούσει και να μάθει μέσα από τον γηγενή πληθυσμό από όλο τον κόσμο. Με αυτό τον τρόπο οι γνώσεις που αφορούν στην κοινωνική εργασία θα δημιουργηθούν σε συνεργασία με τον γηγενή πληθυσμό και θα είναι ακόμη περισσότερο πρακτικά εφαρμόσιμες όχι μόνο σε τοπικό αλλά και σε διεθνές επίπεδο.
Αντλώντας από το υλικό της δουλειάς των Ηνωμένων Εθνών, η Εκτελεστική Επιτροπή της Διεθνούς Ομοσπονδίας Κοινωνικής Εργασίας (IFSW) ορίζει τον γηγενή πληθυσμό με τον ακόλουθο τρόπο:
• Ζουν μέσα σε (ή διατηρούν επαφές με) διακριτά γεωγραφικά προγονικά εδάφη.
• Συνηθίζουν να διατηρούν διακριτούς κοινωνικούς, οικονομικούς και πολιτικούς θεσμούς μέσα στα εδάφη τους.
• Συνήθως επιδιώκουν να παραμείνουν διαφοροποιημένοι πολιτισμικά, γεωγραφικά και θεσμικά, από το να αφομοιωθούν ολοκληρωτικά μέσαστην national κοινωνία.
• Αυτοπροσδιορίζονται ως αυτόχθονες ή της ίδιας φυλής.
ΕΦΑΡΜΟΓΗ
Η νομιμοποίηση και το πεδίο δικαιοδοσίας της κοινωνικής εργασίας εδράζονται στην παρέμβαση της στα σημεία όπου οι άνθρωποι αλληλεπιδρούν με το περιβάλλον τους. Το περιβάλλον περιλαμβάνει τα διάφορα κοινωνικά συστήματα στα οποία οι άνθρωποι είναι ενσωματωμένοι, καθώς και το φυσικό, γεωγραφικό περιβάλλον, το οποίο ασκεί βαθιά επίδραση στη ζωή των ανθρώπων.
Η συμμετοχική μεθοδολογία που υποστηρίζει η κοινωνική εργασία, αντανακλάται στη φράση ότι: «δεσμεύει ανθρώπους και κοινωνικές δομές στην αντιμετώπιση των προκλήσεων της ζωής και την προαγωγή της ευημερίας».
Στο μέτρο του δυνατού, η κοινωνική εργασία υποστηρίζει περισσότερο το «εργάζεσθαι με» παρά το «εργάζεσθαι για» τους ανθρώπους.
Σύμφωνα με το (επιστημονικό) παράδειγμα (paradigm) της κοινωνικής ανάπτυξης, οι κοινωνικοί λειτουργοί χρησιμοποιούν μια σειρά από δεξιότητες, τεχνικές, στρατηγικές, αρχές και δραστηριότητες σε διάφορα δομικά επίπεδα, που απευθύνονται στη διατήρηση του συστήματος ή/και τις προσπάθειες αλλαγής του συστήματος.
Η εφαρμογή της κοινωνικής εργασίας καλύπτει ένα φάσμα δραστηριοτήτων, που περιλαμβάνει διάφορες μορφές θεραπείας και συμβουλευτικής, εργασία με ομάδα και εργασία με την κοινότητα, χάραξη πολιτικής και πολιτική ανάλυση, συνηγορία και πολιτικές παρεμβάσεις.
Από μια οπτική χειραφέτησης, που ο παρών ορισμός υποστηρίζει, οι στρατηγικές της κοινωνικής εργασίας έχουν στόχο την αύξηση της ελπίδας των ανθρώπων, της αυτοεκτίμησης και του δημιουργικού τους δυναμικού για να αντιμετωπίσουν και να αμφισβητήσουν καταπιεστικές δυναμικές εξουσίας και δομικές πηγές αδικιών, ενσωματώνοντας έτσι, σε ένα συνεκτικό σύνολο, τα μικρο-­και μακρο-­ επίπεδα, ή αλλιώς τις προσωπικές και πολιτικές διαστάσεις της παρέμβασης.
Η ολιστική οπτική της κοινωνικής εργασίας είναι καθολική, αλλά οι προτεραιότητες της εφαρμογής της κοινωνικής εργασίας μπορεί να διαφέρουν από τη μία χώρα στην άλλη, και από χρονική περίοδο σε χρονική περίοδο, ανάλογα με τις ιστορικές, πολιτισμικές, πολιτικές και κοινωνικο -­ οικονομικές συνθήκες.
Είναι ευθύνη των κοινωνικών λειτουργών σε όλο τον κόσμο να υπερασπιστούν, να εμπλουτίσουν και να υλοποιήσουν τις αξίες και τις αρχές που αντικατοπτρίζονται σε αυτόν τον ορισμό. Ένας ορισμός για την κοινωνική εργασία μπορεί να είναι μεστός νόηματος μόνο όταν οι κοινωνικοί λειτουργοί δεσμευτούν ενεργά στις αξίες και το όραμα του


Πηγή http://socialpolicy.gr

Τετάρτη 7 Μαΐου 2014

"Επενδύοντας στα παιδιά: Μια πρόκληση για την Ευρώπη του 21ου αιώνα"

Ο Συνήγορος του Πολίτη, σε συνεργασία και με την υποστήριξη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Δικτύου Eurochild διοργανώνει στις 9 Μαΐου 2014, στο αμφιθέατρο του Υπουργείου Εξωτερικών "Ι. Κρανιδιώτης", Συνάντηση Διαβούλευσης με θέμα «Επενδύοντας στα παιδιά: Μια πρόκληση για την Ευρώπη του 21ου αιώνα».


investing6Η εκδήλωση που έχει τεθεί υπό την αιγίδα της Ελληνικής Προεδρίας στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφορά την υλοποίηση της Σύστασης της Ε.Ε. “Επενδύοντας στα παιδιά: Σπάζοντας τον κύκλο της μειονεξίας” (C(2013)778, 20/2/2013). Η Σύσταση συνδέει την εξασφάλιση πόρων και ποιοτικών υπηρεσιών για τα παιδιά με την εργασιακή ένταξη των γονέων, την κατάρτισή τους και την καταπολέμηση της φτώχειας. Επίσης θέτει το δικαίωμα των παιδιών να συμμετέχουν σε δραστηριότητες και στη διαδικασία λήψης αποφάσεων που τα αφορούν.
Είναι η πρώτη φορά που η Σύσταση αυτή συζητείται στην Ελλάδα και συνδυάζεται με την επικείμενη δημοσίευση της πρώτης Έκθεσης σχετικά με την εφαρμογή της.
Στη συνάντηση θα συζητηθούν οι μηχανισμοί υλοποίησης και προώθησης της Σύστασης σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων και η ανάπτυξη μιας συλλογικής πρωτοβουλίας για την προώθηση της υλοποίησης της Σύστασης στην Ελλάδα.

> Στο Συνέδριο θα υπάρχει ταυτόχρονη μετάφραση στα Ελληνικά και τα Αγγλικά.
ΠΗΓΗ: www.0-18.gr

Τρίτη 6 Μαΐου 2014

Επαφή ανηλίκων µε υπηρεσίες ψυχικής υγείας και κοινωνικής πρόνοιας – συστάσεις του Συνηγόρου του Πολίτη

Σε συνέχεια αναφορών και ερωτηµάτων που υποβλήθηκαν από φορείς, σχολεία και
εφήβους, ο Συνήγορος του Πολίτη απέστειλε τον Ιούνιο του 2013 στα συναρµόδια
υπουργεία Παιδείας, Θρησκευµάτων, Πολιτισµού και Αθλητισµού, Υγείας, Εργασίας,
Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας και Εσωτερικών έγγραφο, µε το οποίο τεκµηριώνεται
το δικαίωµα του ανηλίκου να απευθύνεται σε υπηρεσίες ψυχικής υγείας και πρόνοιας ακόµη
και χωρίς τη συνοδεία ή/και τη συναίνεση των κηδεµόνων του.

Ειδικότερα, η Αρχή διευκρίνισε ότι, µε βάση την ισχύουσα νοµοθεσία που απορρέει από το
Σύνταγµα, τη ∆ιεθνή Σύµβαση για τα ∆ικαιώµατα του Παιδιού και τους Επαγγελµατικούς
Κώδικες ∆εοντολογίας, ο ανήλικος έχει το δικαίωµα να απευθυνθεί µε οποιονδήποτε τρόπο
σε µία αρµόδια υπηρεσία ψυχικής υγείας ή κοινωνικής πρόνοιας, να συναντήσει τον αρµόδιο
επαγγελµατία, στον οποίο θα εξηγήσει το πρόβληµα που τον απασχολεί, και να ζητήσει
πληροφόρηση και, ενδεχοµένως, βοήθεια. Ο αντίστοιχος φορέας νοµιµοποιείται και έχει
υποχρέωση να ορίσει ειδικευµένο επαγγελµατία που θα συναντήσει τον ανήλικο, αν
προσέρχεται κατευθείαν στην υπηρεσία, είτε να προγραµµατίσει συνάντηση µαζί του ύστερα
από τηλεφωνικό του αίτηµα, ακόµη και εφόσον δηλωθεί ότι οι γονείς/κηδεµόνες του δεν
γνωρίζουν την ενέργειά του ή δεν συναινούν σε αυτήν.

Σε συνέχεια της πρόσκλησης που απηύθυνε η Αρχή στα αρµόδια υπουργεία να
προωθήσουν τις παραπάνω θέσεις και να διατυπώσουν τυχόν διευκρινιστικές οδηγίες προς
τους φορείς, προς το συµφέρον του παιδιού:
• Το υπουργείο Εσωτερικών προώθησε το έγγραφο του Συνηγόρου του Πολίτη σε
όλους του ΟΤΑ της χώρας, µε αποτέλεσµα να αξιοποιείται ήδη από τις αρµόδιες
υπηρεσίες και να λειτουργεί ιδιαίτερα βοηθητικά για επαγγελµατίες ψυχικής υγείας και
πρόνοιας που υπηρετούν στους αντίστοιχους φορείς.
• Η Ειδική Επιτροπή Ελέγχου Προστασίας των ∆ικαιωµάτων των Ατόµων µε Ψυχικές
∆ιαταραχές του υπουργείου Υγείας τάχθηκε υπέρ της σύνταξης και υποστήριξης
ενός πλαισίου υποδοχής και αξιολόγησης των αιτηµάτων ανηλίκων (ιδίως εφήβων),
από τις υπηρεσίες ψυχικής υγείας / πρόνοιας, όπως περιγράφεται στο έγγραφο του
Συνηγόρου.
• Η ∆ιεύθυνση Ψυχικής Υγείας του ίδιου υπουργείου ζήτησε κατευθυντήριες οδηγίες
από την Παιδοψυχιατρική Εταιρεία Ελλάδος – Ένωση Ψυχιάτρων Παιδιών &
Εφήβων.
• Ωστόσο το υπουργείο Παιδείας δεν έχει µέχρι σήµερα αντιδράσει στο παραπάνω
έγγραφο της Αρχής.





Για περισσότερες πληροφορίες απευθυνθείτε στο Τµήµα Επικοινωνίας:
Τζαβάρα Καλλιρρόη τηλ. 2131306610 κιν. 6979448887
Παραγυιός Πέτρος τηλ. 2131306625
Παπαγεωργοπούλου ∆ηµητρία τηλ. 2131306604

Δευτέρα 28 Απριλίου 2014

Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΕΣΩΡΟΥΧΩΝ


Υπολογίζεται ότι περίπου ένα στα πέντε παιδιά πέφτει θύμα σεξουαλικής βίας, συμπεριλαμβανομένης της σεξουαλικής κακοποίησης.
Μπορείτε να βοηθήσετε να μη συμβεί αυτό στο δικό σας παιδί.

Μάθετε στο παιδί σας τον κανόνα των Εσωρούχων.
Ξεκινήσετε απο εδώ



Τρίτη 22 Απριλίου 2014

Παιδιά με Αναπηρίες και οι Οικογένειές τους στην Περιοχή της Αττικής

Γίτσα Κοτταρίδη

Η αναζήτηση των ενδογενών και των εξωγενών παραγόντων του προβλήματος των παιδιών με αναπηρίες και η ειδική μεταχείριση των παιδιών αυτών αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα κοινωνικά προβλήματα στον κόσμο μας. Όλες οι αναπτυγμένες χώρες έχουν επιδοθεί στην επιστημονική διερεύνηση και την πρακτική αντιμετώπιση του θέματος, προσπαθώντας να επιτύχουν, όσο το δυνατόν, την εγκαιρότερη πρόληψη, την αγωγή και τη θεραπεία καθώς και την αποκατάσταση των ατόμων αυτών.
Είναι, όμως, ένα θέμα εξαιρετικού ενδιαφέροντος και ανησυχίας το ότι, ακόμη, στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, η κοινωνική ενσωμάτωση των παιδιών με αναπηρίες δεν έχει φτάσει το απαιτούμενο επίπεδο, για διάφορους λόγους συμπεριλαμβανομένων των οικονομικών περιορισμών, των στάσεων απέναντι στην αναπηρία και της έλλειψης εμπειρίας.
Κατ’ εξοχήν, λοιπόν, ευαίσθητος ο χώρος των παιδιών με αναπηρίες χρήζει ιδιαίτερης αντιμετώπισης. Μιας αντιμετώπισης που απορρέει από την ύπαρξη πολιτικής βούλησης με ισχυρή την επιστημονική τεκμηρίωση για υφιστάμενες ανάγκες.
Μέσα σ’ αυτές τις προσπάθειες εντάσσεται και το διακρατικό ερευνητικό πρόγραμμα “Παιδιά με Αναπηρίες και οι Οικογένειές τους σε Χώρες της Μεσογείου”. Η έρευνα που σας παρουσιάζουμε σήμερα αποτελεί μέρος αυτού του διακρατικού ερευνητικού προγράμματος μεταξύ μεσογειακών χωρών με κέντρο συντονισμού το Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας και Ιατρικής Έρευνας στο Παρίσι, το γνωστό INSERM.
Ο γενικός σκοπός του Προγράμματος ήταν η μελέτη της παροχής φροντίδας από κρατικούς και ιδιωτικούς φορείς, καθώς και από την οικογένεια, στα παιδιά με αναπηρίες, ο εντοπισμός των δυσλειτουργιών του υπάρχοντος συστήματος φροντίδας και η υποβολή προτάσεων για βελτίωση της κατάστασης στις συμμετέχουσες χώρες.
Οι χώρες που συμμετείχαν ήταν η Ελλάδα, η Αίγυπτος και η Τυνησία, οι οποίες διαφέρουν ως προς το δημογραφικό και οικονομικό πλαίσιο, αλλά έχουν πολλά κοινά σημεία όσον αφορά το σύστημα της κοινωνικής προστασίας και τις στρατηγικές φροντίδας στα παιδιά με αναπηρίες, ιδιαιτέρως τη σημασία του ρόλου της οικογένειας στην παροχή της φροντίδας.
Τα συνεργαζόμενα Ινστιτούτα από κάθε χώρα ήταν:
Από τη Γαλλία
·         Εργαστήριο Κοινωνικών Οικονομικών – Πανεπιστήμιο του Παρισιού
·         Διεθνές Κέντρο Παιδιού
·         Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας και Ιατρικής Έρευνας
Από την Ελλάδα
·         Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών – Ινστιτούτο Κοινωνικής Πολιτικής
·         Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού
Από την Αίγυπτο
·         Πανεπιστήμιο του Σουέζ – Τμήμα Κλινικής Επιδημιολογίας
Από την Τυνησία
·         Ινστιτούτο για την Προώθηση των Αναπήρων
Κάθε εταίρος συμμετείχε στον γενικό σχεδιασμό και στην επιστημονική οργάνωση του Προγράμματος και διεξήγαγε την επιτόπια έρευνα στη χώρα του σε μία επιλεγμένη γεωγραφική περιοχή. Η επιλογή σε κάθε χώρα έγινε με κριτήρια αποφασισμένα από κοινού με τις συνεργαζόμενες χώρες.
Το Ερευνητικό Πρόγραμμα περιελάμβανε τρεις ανεξάρτητες αλλά αλληλοσυμπληρούμενες μελέτες:
·         προκαταρτική μελέτη συγκέντρωσης στοιχείων για την εθνική κοινωνική πολιτική που αφορά τον ανάπηρο παιδικό πληθυσμό και για τις υπάρχουσες σχετικές υπηρεσίες (σε εθνικό επίπεδο)·
·         ανάλυση του τρόπου λειτουργίας των Υπηρεσιών και των Ιδρυμάτων που αφορούν τα παιδιά με αναπηρίες και αξιολόγηση αυτών σε μια επιλεγμένη γεωγραφική περιοχή·
·         μελέτη του ρόλου της οικογένειας στην αντιμετώπιση της αναπηρίας, των αντιλήψεων, των στάσεων και των εμπειριών της οικογένειας ως προς τη διαθεσιμότητα και την αποτελεσματικότητα των προσφερομένων υπηρεσιών, καθώς και της εκτίμησης των αναγκών των οικογενειών αυτών και των προσδοκιών τους.
Η Γαλλία, ως υπεύθυνη συντονισμού, ανέλαβε τη συγκριτική μελέτη του συστήματος παροχών και φροντίδας στα παιδιά με αναπηρίες και των οικογενειών τους στις συμμετέχουσες χώρες. Η προσέγγιση αυτή θα επιτρέψει τον εντοπισμό των πιο αποδοτικών στρατηγικών φροντίδας που είναι συνυφασμένες με τις πολιτισμικές και τις οικονομικές ιδιαιτερότητες της κάθε χώρας και θα συμβάλλει στην ανάπτυξη ολοκληρωμένων προτάσεων.
Οι μελέτες, για την Ελλάδα, διεξήχθησαν στην περιοχή της Αττικής (όπου είναι συγκεντρωμένες οι περισσότερες υπηρεσίες που ασχολούνται με τη φροντίδα των παιδιών αυτών) κατά την περίοδο 1997-1999, αφορούν παιδιά ηλικίας 0-18 ετών και περιλαμβάνουν τρεις τύπους αναπηριών: τις κινητικές, τις νοητικές και τις αισθητηριακές.
Η μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε για τη συλλογή του υλικού από τις Υπηρεσίες και τα Ιδρύματα (Ν=35) που προσφέρουν φροντίδα στα παιδιά αυτά ήταν επιτόπου προσωπική συνέντευξη με ένα εκτενές ερωτηματολόγιο κλειστών και ανοικτών ερωτήσεων (324 ανοικτές και κλειστές ερωτήσεις και περίπου 900 μεταβλητές), ενώ για τις οικογένειες (Ν=105), χρησιμοποιήθηκε η ανοικτή ημικατευθυνόμενη συνέντευξη. Επίσης, ζητήσαμε από τις Υπηρεσίες και τα Ιδρύματα να μας δώσουν κάποια επιπλέον στοιχεία για κάθε παιδί που εξυπηρετούσαν. Ακόμη, κατατέθηκαν από τους παιδονευρολόγους των παιδιατρικών νοσοκομείων οι απόψεις και η εκτίμηση της κατάστασης για την εξυπηρέτηση αυτών των παιδιών στην τριτοβάθμια φροντίδα υγείας.
Πριν προχωρήσουμε στις διαπιστώσεις από τα ευρήματα της έρευνας, είναι σκόπιμο να επισημανθούν μερικά σημεία ως προς τον ορισμό της αναπηρίας και να ορίσουμε, με σαφήνεια, τί εννοούμε με τον όρο “ανάπηρο παιδί” σ’ αυτή τη μελέτη.
Σύμφωνα με τον ορισμό της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας, ως “αναπηρία” (handicap) ορίζεται “οποιοδήποτε μειονέκτημα για ένα συγκεκριμένο άτομο, προερχόμενο από μια οργανική, ψυχική ή λειτουργική διαταραχή, το οποίο περιορίζει ή εμποδίζει την εκπλήρωση ενός ρόλου ο οποίος είναι φυσιολογικός γι’ αυτό το άτομο σε σχέση με την ηλικία, το φύλο και τους κοινωνικούς και πολιτισμικούς παράγοντες”. Η ταξινόμηση της αναπηρίας είναι μια ταξινόμηση συνθηκών οι οποίες τοποθετούν το άτομο “σε μια μειονεκτική θέση σε σχέση με τους γύρω του όταν εξετασθούν υπό το πρίσμα των προτύπων της κοινωνίας”. Η ταξινόμηση της αναπηρίας έχει να κάνει με τη σχέση η οποία αναπτύσσεται μεταξύ της κοινωνίας, της κουλτούρας και των ανθρώπων που έχουν διαταραχές ή μειονεκτήματα, όπως εκφράζεται στους ρόλους της ζωής των ανθρώπων.
Εφ’ όσον, λοιπόν, η έννοια του όρου “αναπηρία” διαφέρει ανάλογα με τον τόπο, την εποχή, το πολιτισμικό επίπεδο, δεν υπάρχει ένας ορισμός αυτού του όρου διεθνώς αποδεκτός.
Στην Ελλάδα, σύμφωνα με το νόμο 1566* του 1985 που αφορά την Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση και την Ειδική Αγωγή, “άτομα με ειδικές ανάγκες θεωρούνται, κατά την έννοια αυτού του νόμου, τα πρόσωπα τα οποία από οργανικά, ψυχικά, ή κοινωνικά αίτια παρουσιάζουν καθυστερήσεις, αναπηρίες ή διαταραχές στη γενικότερη ψυχοσωματική κατάσταση ή στις επιμέρους λειτουργίες τους και σε βαθμό που δυσκολεύεται ή παρεμποδίζεται σοβαρά η παρακολούθηση της γενικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης, η δυνατότητα ένταξής τους στην παραγωγική διαδικασία και η αλληλοαποδοχή τους με το κοινωνικό σύνολο.
Στα άτομα αυτά περιλαμβάνονται ιδίως:
α)   οι τυφλοί και όσοι έχουν σοβαρές διαταραχές στην όραση,
β)   οι κωφοί και βαρήκοοι,
γ)   όσοι έχουν κινητικές διαταραχές,
δ)   όσοι έχουν νοητική καθυστέρηση,
ε)   όσοι εμφανίζουν επιμέρους δυσκολίες στη μάθηση (δυσλεξία, διαταραχή λόγου και άλλα) ή είναι γενικότερα δυσπροσάρμοστοι,
στ) όσοι πάσχουν από ψυχικές νόσους και συναισθηματικές αναστολές,
ζ)   οι επιληπτικοί,
η)   οι χανσενικοί (λεπροί),
θ)   όσοι πάσχουν από ασθένειες που απαιτούν μακρόχρονη θεραπεία και παραμονή σε νοσηλευτικά ιδρύματα, κλινικές ή πρεβεντόρια και
ι)    κάθε άτομο νηπιακής, παιδικής ή εφηβικής ηλικίας, που δεν ανήκει σε μια από τις προηγούμενες περιπτώσεις και που παρουσιάζει διαταραχή της προσωπικότητας από οποιαδήποτε αιτία”.
Αναρωτιέμαι, αν υπάρχει κάποιος, που, σύμφωνα με τον νόμο αυτό, δεν υπήρξε, σε κάποια φάση της ζωής του, άτομο με ειδικές ανάγκες!
Τα διάφορα Υπουργεία, ανάλογα με το έργο που επιτελούν και τους στόχους τους, περιορίζουν ή διευρύνουν τον όρο “άτομο με ειδικές ανάγκες”. Ακόμη, τα ασφαλιστικά ταμεία υιοθετούν διαφορετικές κλίμακες αναπηρίας για λόγους επιδοματικής πολιτικής (κριτήριο ποσοστό αναπηρίας).
Υπάρχει, λοιπόν, ποικιλία διοικητικών ορισμών της αναπηρίας που δεν μπορεί να αποτελέσει έγκυρο εργαλείο για να βγει ορισμός ως προς το τί πληθυσμός περιλαμβάνεται στον όρο “ανάπηρος”, (σε τί είδος πληθυσμού αναφερόμαστε όταν χρησιμοποιούμε τον όρο “ανάπηρος”). Τα πράγματα δυσκολεύουν περισσότερο όταν θελήσουμε να δώσουμε έμφαση και στην κοινωνική πλευρά – κοινωνικό ορισμό της αναπηρίας.
Όπως είναι φανερό, ο όρος είναι φοβερά ευρύς. Για τον σκοπό αυτής της μελέτης, στον όρο “αναπηρία” συμπεριλάβαμε τρεις μεγάλες κατηγορίες, που, όπως ήδη έχει αναφερθεί, είναι οι κινητικές, οι νοητικές και οι αισθητηριακές αναπηρίες, εκ γενετής ή παρούσες κατά τη γέννηση. Δεν συμπεριλάβαμε αναπηρίες από ατυχήματα ή από ασθένειες κατά την παιδική ηλικία, διότι η κοινωνική αντίληψη και η ενδεχόμενη αποδοχή δεν θα ήταν η ίδια.
Ο κύριος λόγος που επιλέξαμε να εργαστούμε με τις τρεις αυτές κατηγορίες είναι διότι αυτές πληρούν τα κριτήρια που αναφέρονται στον ορισμό της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας, καθώς επίσης και την επικρατούσα έννοια της αναπηρίας στην Ελλάδα. Είναι εντελώς αποδεκτό ότι απόλυτη και μόνιμη υγεία είναι μια ουτοπιστική κατάσταση. Ακόμη και να συμφωνούσαμε με τον ορισμό που δίνει ο παραπάνω νόμος, λόγω χρονικών και οικονομικών περιορισμών, αλλά και μεθοδολογικών δυσκολιών, δεν θα ήταν εφικτό να εξετάσουμε το πλήθος των κατηγοριών και των περιπτώσεων που αναφέρονται.
Εξ άλλου, από τον κατάλογο των Ιδρυμάτων και των Υπηρεσιών για παιδιά με αναπηρίες που μας έδωσε το Υπουργείο Υγείας και Πρόνοιας, βλέπουμε ότι οι περισσότερες Υπηρεσίες έχουν σχέση με τις τρεις κυρίως προαναφερθείσες κατηγορίες. Οι κατηγορίες αυτές αποδείχτηκαν προσπελάσιμες και μας έδωσαν μια ξεκάθαρη εικόνα των πραγματικών αναγκών στον τομέα αυτό. Τα αποτελέσματα ανοίγουν το δρόμο για περαιτέρω μελέτη και σε άλλες κατηγορίες αναπηρίας.
Και κάτι ακόμη· αφού αναφερόμαστε σε παιδιά, θα έπρεπε να συμπεριλάβουμε την ηλικιακή ομάδα 0-14 ετών, ομάδα συνήθως αποδεκτή σε εργασίες της UNICEF και στις περισσότερες επιδημιολογικές μελέτες. Όμως, για λόγους που εξυπηρετούσαν το διακρατικό πρόγραμμα, συμπεριλάβαμε την ηλικιακή ομάδα 0-18 ετών.
Κατά τη διάρκεια της μελέτης, προσπαθήσαμε να προβάλλουμε και να υποστηρίξουμε τον όρο “άτομα με αναπηρίες” σε αντικατάσταση του όρου “άτομα με ειδικές ανάγκες”. Πιστεύουμε ότι ο όρος “άτομα με ειδικές ανάγκες” ή “με ειδικές ικανότητες” χρησιμοποιήθηκε κατ’ ευφημισμόν και η χρήση του διαιωνίζει μια πολιτική οίκτου και αμηχανίας απέναντι στα άτομα αυτά.
Στην αναθεώρηση του Συντάγματος της Ελλάδας 2001 (αρθ.21, παρ.6) καθιερώθηκε, επιτέλους, ο όρος “άτομα με αναπηρίες” σε αντικατάσταση του “όρου άτομα με ειδικές ανάγκες”.
Από τα ευρήματα της έρευνας, διαπιστώθησαν τα εξής – τα αναφέρω πολύ περιληπτικά:
Όσον αφορά την προκαταρτική μελέτη (σε εθνικό επίπεδο)
·         Υπάρχει ανεπαρκής πληροφόρηση πάνω στην επιδημιολογία, όπως ήδη ήταν γνωστό, στις επιπτώσεις, στις ανάγκες, που αφορούν τον ανάπηρο πληθυσμό της χώρας, και ιδιαίτερα τα παιδιά με αναπηρίες.
·         Η νομοθεσία για τους ανάπηρους είναι διασκορπισμένη και ανεπαρκής.
·         Υπάρχει ανεπάρκεια προδιαγραφών για την προσαρμογή του περιβάλλοντος (διευθέτηση κτιρίων, προσαρμογή των μεταφορικών μέσων) στις ειδικές ανάγκες των ατόμων με αναπηρίες.
·         Υπάρχει ανεπάρκεια του αριθμού των υπηρεσιών (ειδικά στην επαρχία) και δυσκολία πρόσβασης σε πολλές από τις υπηρεσίες αυτές.
·         Υπάρχει έλλειψη πλήρους καταγραφής και τυπολογικής κατανομής των υπηρεσιών όσον αφορά τον ανάπηρο παιδικό πληθυσμό σε εθνικό επίπεδο.
·         Υπάρχει έλλειψη επαρκούς εποπτείας εκ μέρους του Κράτους στις υπηρεσίες σε διάφορους τομείς, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει κατάλληλος, σωστός προγραμματισμός και χάραξη πολιτικής που να ανταποκρίνεται στις πραγματικές ανάγκες.
·         Η έλλειψη στοιχείων που φάνηκε σ’ αυτή τη μελέτη καθιστά αναγκαία την περαιτέρω έρευνα και οργάνωση αρχείων στον τομέα της υγείας, της εκπαίδευσης καθώς και στον κοινωνικό τομέα όσον αφορά τα παιδιά με αναπηρίες στην Ελλάδα.
Όσον αφορά τα Ιδρύματα και τις Υπηρεσίες (Ν=35, στην περιοχή της Αττικής), υπάρχουν βασικές αδυναμίες στο σύστημα φροντίδας για τα παιδιά με αναπηρίες και συγκεκριμένα:
·         ανεπαρκής εξειδικευμένη φροντίδα για τον τύπο και τον βαθμό αναπηρίας τόσο από την πλευρά εξειδικευμένου προσωπικού όσο και από την πλευρά κατάλληλων και σύγχρονων εγκαταστάσεων·
·         κενά στην αξιόπιστη πληροφόρηση των φορέων που έχουν την ευθύνη εποπτείας και υποστήριξης στον τομέα αυτόν· πολύ συχνά, είναι αποδέκτες αποσπασματικών και ελλειμματικών στοιχείων που δίνουν ασαφή εικόνα της δομής, της μορφής και της λειτουργίας των Ειδικών Κέντρων (Υπηρεσιών και Ιδρυμάτων), καθιστώντας δύσκολη ή και ανέφικτη την αξιολόγηση του έργου τους·
·         ανεπαρκής υποστήριξη και εποπτεία από το Κράτος·
·         κάλυψη αναγκών για φροντίδα από ιδιωτικά Κέντρα με προγράμματα άγνωστης ποιότητας και επιστημονικής βάσης·
·         η αντιμετώπιση του ανάπηρου παιδιού επικεντρώνεται στην αναπηρία και κυρίως στην βιοϊατρική της πλευρά·
·         δεν υπάρχει επαρκές προσωπικό κατάλληλο για ολιστική φροντίδα που συμπεριλαμβάνει την αντιμετώπιση ψυχολογικών, κοινωνικών, αναπτυξιακών αναγκών, ψυχαγωγίας και παιδείας.
Όσον αφορά τις οικογένειες (Ν=105 στην περιοχή της Αττικής)
·         Στη χώρα μας, ίσως και ελλείψει οργανωμένων υποδομών, είναι ο οικογενειακός θεσμός αυτός που, σχεδόν αποκλειστικά, έχει επιφορτισθεί με τη φροντίδα των παιδιών με αναπηρίες. Για τις οικογένειες αυτές, η εμπειρία με την αναπηρία είναι ένα βαρύ φορτίο που σηκώνει κυρίως η μητέρα, χωρίς πληροφόρηση, καθοδήγηση και στήριξη από το Κράτος ή την κοινωνία.
·         Ο στιγματισμός της αναπηρίας από την κοινωνία και τα πρότυπα συμπεριφοράς που προκύπτουν από αυτόν τον στιγματισμό επίσης εμποδίζουν τις οικογένειες να έχουν έναν φυσιολογικό τρόπο ζωής.
·         Αν και η έννοια της αναπηρίας διαφέρει μεταξύ του κοινού, η γενική στάση απέναντι στην κοινωνική ενσωμάτωση των παιδιών με αναπηρίες είναι αρνητική, κυρίως για τα παιδιά με νοητική υστέρηση.
·         Οι γονείς με ανάπηρο παιδί απευθύνουν “σκληρή” κριτική στην υποβάθμιση των προνοιακών πλευρών του Κράτους, αισθανόμενοι έντονα την ανασφάλεια της αγοράς ή της αθεσμοποιήτης κοινωνίας.
·         Ο βαθμός ενημέρωσης της ελληνικής κοινωνίας για τα ζητήματα της αναπηρίας εμφανίζεται χαμηλός. Εξ’ αιτίας της άγνοιας και της ελλειπούς πληροφόρησης, αναπτύσσονται προκαταλήψεις, αρνητικές στάσεις και διαθέσεις με συνέπεια τη διάκριση, τη μη αποδοχή, την περιθωριοποίηση και τον στιγματισμό, που δυσκολεύουν την ορθή αντιμετώπιση της αναπηρίας, ακόμη και από την ίδια την οικογένεια.
·         Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα για μια οικογένεια με ανάπηρο παιδί στην Ελλάδα είναι το κράτος γραφειοκρατίας που έχει να αντιμετωπίσει, το οποίο, ορισμένες φορές, γίνεται μια εντελώς παρανοϊκή κατάσταση.
·         Οι γονείς με ανάπηρο παιδί παραπονούνται: για αρνητική στάση από τη πλευρά της κοινωνίας, για κοινωνικά και φυσικά εμπόδια, για έλλειψη πληροφόρησης, για ανεπαρκή επιστημονική καθοδήγηση και υποστήριξη, για προβλήματα επικοινωνίας και σχέσεων με τους γιατρούς και τους άλλους επαγγελματίες υγείας, για μη έγκαιρη διάγνωση και παρέμβαση.
·         Ζητούν υπηρεσίες φροντίδας στο σπίτι.
·         Τους απασχολεί το μέλλον του παιδιού όταν οι γονείς λείψουν, καθώς οι οικογενειακοί δεσμοί χαλαρώνουν και η παραδοσιακή λειτουργία της οικογένειας αλλάζει.
·         Ζητούν τη δραστηριοποίηση του Κράτους για να καλύψει τις αυξανόμενες ανάγκες που σήμερα επωμίζονται οι ίδιοι οι γονείς.
Η προκαταρτική μελέτη για την Ελλάδα έχει ήδη δημοσιευθεί, στα αγγλικά, ως ΕΚΚΕ Working Paper 1998/1 και είναι υπό επανέκδοση.
Οι μελέτες: α) Ειδικές Υπηρεσίες και Ιδρύματα για Παιδιά με Αναπηρίες στην Περιοχή της Αττική, β) Διαγνωστικές και Θεραπευτικές Υπηρεσίες για Παιδιά με  Αναπηρίες στην Τριτοβάθμια Φροντίδα Υγείας, και γ) Οικογένεια με Παιδιά με Αναπηρίες στην Περιοχή της Αττικής – Ποιοτική Μελέτη παρουσιάζονται στη σειρά του ΕΚΚΕ – Κείμενα Εργασίας/12 και 13, 2000 στα ελληνικά και στα αγγλικά.
Στοιχεία από τη μελέτη για την παροχή διαγνωστικών και θεραπευτικών υπηρεσιών καθώς και από τη μελέτη των οικογενειών δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό ΠΑΙΔΙΑΤΡΙΚΗ 2000, 63. Η επιλογή του περιοδικού ΠΑΙΔΙΑΤΡΙΚΗ έγινε για να γνωστοποιηθούν τα ευρήματα στον παιδιατρικό κόσμο, που το θέμα της αναπηρίας στην παιδική ηλικία τους αφορά άμεσα.
Από τις μελέτες που υπαγόρευε το διακρατικό πρόγραμμα (των Υπηρεσιών και των Οικογενειών) έχουν γίνει εισηγήσεις και ανακοινώσεις σε διεθνή συνέδρια στο Παρίσι, στο Λονδίνο και στην Αθήνα.
Στην πορεία της μελέτης, διαπιστώθηκαν σοβαρές ελλείψεις και ανεπάρκεια των καταγραφών όσον αφορά τις Υπηρεσίες και τα Ιδρύματα που προσφέρουν φροντίδα σε παιδιά με αναπηρίες. Αυτό οδήγησε στην έκδοση “Ειδικές Υπηρεσίες και Ιδρύματα για Παιδιά 0-18 Ετών με Κινητικά, Νοητικά και Αισθητηριακά Προβλήματα, Περιοχή Αττικής”, που περιλαμβάνει στοιχεία από μια βάση δεδομένων που δημιουργήθηκε για τον σκοπό αυτό. Η έκδοση αυτή είναι ένας εύχρηστος, δηλαδή σύντομος αλλά και ενημερωτικός κατάλογος για κάθε ενδιαφερόμενο, όπως το Υπουργείο Υγείας και Πρόνοιας, τους επαγγελματίες υγείας, τους κοινωνικούς λειτουργούς, τους γονείς.
Ο κατάλογος αυτός έχει ήδη σταλεί σε όλες τις Υπηρεσίες και τα Ιδρύματα που συμμετείχαν στην Έρευνα καθώς και στις οικογένειες. Στάλθηκε επίσης στις αρμόδιες υπηρεσίες των Νομαρχιών και των Μητροπόλεων ανά την Ελλάδα. Τα αιτήματα για αποστολή αντιτύπων οδήγησαν στην επανέκδοση του καταλόγου. Ο κατάλογος, βέβαια, βρίσκεται στην ιστοσελίδα του ΕΚΚΕ.
Θα πρέπει να αναφερθεί ότι η μελέτη για την Ελλάδα χρηματοδοτήθηκε από το INSERM, από το ΕΚΚΕ και, κατά το μεγαλύτερο μέρος, από το Υπουργείο Υγείας και Πρόνοιας.
Τελειώνοντας, θα ήθελα να επισημάνω ότι η αναγνώριση της σημαντικότητας των αποτελεσμάτων της μελέτης αυτής καθώς και του τρόπου διεξαγωγής της οδήγησε την Ένωση Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων Ελλάδος (ΕΝΑΕ) να ζητήσει τη συνεργασία του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών προκειμένου να καταστεί δυνατή η διαμόρφωση αντικειμενικών, έγκυρων, αξιόπιστων και εφαρμοσμένων μεθόδων αξιολόγησης προνοιακών υπηρεσιών, απαραίτητων για τη βελτίωση της υπάρχουσας κατάστασης στον κατ’ εξοχήν ευαίσθητο τομέα της Κοινωνικής Πρόνοιας και ειδικά στο χώρο των παιδιών με αναπηρίες.
Η αξιολόγηση με επιστημονική μεθοδολογία αποτελεί πλέον βασική διάσταση κάθε κοινωνικο-πολιτικού έργου ή δραστηριότητας. Η ανάγκη εφαρμογής ελέγχου της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών απασχολεί τους επαγγελματίες υγείας και πρόνοιας διεθνώς.
Για τον σκοπό αυτό, το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών – Ινστιτούτο Κοινωνικής Πολιτικής διαμόρφωσε ένα Ερωτηματολόγιο/Εργαλείο “Δελτίο Ταυτότητας” που να καθιστά εφικτή και να τυποποιεί την απεικόνιση της μορφής, της λειτουργίας και του έργου Κέντρων που εξυπηρετούν παιδιά με αναπηρίες. Πρόκειται για ένα εργαλείο αξιόπιστο και επαναλήψιμο αλλά επίσης εύχρηστο και άμεσα εφαρμόσιμο. Το “Δελτίο Ταυτότητας” διαμορφώθηκε έτσι ώστε να αποτελεί εργαλείο χρήσιμο α) στην αυτογνωσία των Κέντρων, β) στην τυποποιημένη παρουσίασή τους προς τους εξυπηρετούμενους, τους επαγγελματίες, τους χρηματοδότες, την Πολιτεία, γ) ως βάση για αναπτυξιακό προγραμματισμό κάθε Κέντρου και, ασφαλώς, δ) ως βάση για τη διαμόρφωση αναπτυξιακής πολιτικής στο χώρο της αναπηρίας.
Το “Δελτίο Ταυτότητας” μπορεί να χρησιμοποιηθεί, με κατάλληλες προσαρμογές, και σε άλλους χώρους Υγείας και Πρόνοιας.
Ιδιαιτέρως πρέπει να τονισθεί ότι η συνεργασία ΕΝΑΕ και ΕΚΚΕ, συνεργασία φορέα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης με επιστημονικό φορέα, Κέντρων Κοινωνικών Ερευνών, είναι εξαιρετικά σημαντική διότι συνιστά στρατηγική επιλογή για τη χάραξη και την άσκηση πολιτικής με βάση επιστημονικά τεκμηριωμένα στοιχεία.
Επιλεγμένη Βιβλιογραφία
Ferrari, M., M.B. Sussman [Editors] (1987): Childhood Disability and Family Systems. New York: The Haworth Press.
Ingstad, B., S. R. Whyte [Editors] (1995): Disability and Culture. Los Angeles: University of California Press.
International Classification of Impairments, Disabilities, and Handicaps (1980). Geneva: World Health Organization.
Kottaridi, Yitsa, Chrysa Kappi, Eleni Adam (1998): Disabled Children and their Families in Mediterranean Countries – A Preliminary Study in Greece. Athens: EKKE Working Paper 1998/1, Institute of Social Policy.
Rolland, J.S. (1994): Families, Ilness, and Disability. London: Basic Books, A Division of Harper Collins Publishes.
Ruxton, S. (1996): Children in Europe. London: NCH Action for children.
Safford, Ph., E. Safford (1996): A History of Childhood and Disability. New York: Teachers College Press, Columbia University.
Κοτταρίδη, Γίτσα (2000): “Η Οικογένεια και η Φροντίδα των Παιδιών με Αναπηρίες στην Ελλάδα”. Περιοδικό Παιδιατρική, τεύχος  63, σελ. 272-274.
Κοτταρίδη, Γίτσα, Χρύσα Καππή, Ελένη Αδάμ (2000): Ειδικές Υπηρεσίες και Ιδρύματα για Παιδιά 0-18 ετών με Κινητικά, Νοητικά και Αισθητηριακά Προβλήματα, Περιοχή Αττικής. Αθήνα: ΕΚKE, Ινστιτούτο Κοινωνικής Πολιτικής.
Κοτταρίδη, Γίτσα, Χρύσα Καππή, Ελένη Αδάμ (2000): Παιδιά με Αναπηρίες και οι Οικογένειές τους στην Περιοχή της Αττικής. Αθήνα: ΕΚΚΕ Κείμενα Εργασίας 2000/12, Ινστιτούτο Κοινωνικής Πολιτικής.
Στάσεις και Διαθέσεις της Κοινωνίας απέναντι στα Άτομα με Ειδικές Ανάγκες (1997). Αθήνα: Ινστιτούτο V. Project - Research Consulting.




*    Κύρια Ερευνήτρια, Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών – Ινστιτούτο Κοινωνικής Πολιτικής.
**  Ερευνητική Ομάδα: Γ. Κοτταρίδη, Χ. Καππή, Ε. Αδάμ.
*   Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, Αθήνα, 30 Σεπτεμβρίου 1985, τεύχος πρώτο, αρ. φυλ. 167.